
Πρόκειται για μια περίπτωση λογοκρισίας, που δεν είναι πρωτοφανής, απλά έγινε γνωστή. Καθώς το θέμα προέκυψε στις 14 Αυγούστου, δεν ξέρω αν το ξέρατε. Εγώ σήμερα το έμαθα, οπότε σήμερα το σχολιάζω. Για να καταλάβετε περί τίνος πρόκειται, διαβάστε εδώ:
http://www.triaridis.gr/keimena/keimD046.htm
http://www.triaridis.gr/keimena/keimD047.htm
Ή απλά συνεχίστε διαβάζοντας τις δικές μου σκέψεις...
Θυμάμαι ένα ταξίδι στις Πρέσπες πριν 10 χρόνια. Σταματήσαμε για φασολάδα με την κοπελλιά μου σ΄ένα ταβερνάκι δίπλα στο δρόμο, σ΄ένα χωριό που δεν θυμάμαι τ΄όνομά του. Ένα 17χρονο παλληκάρι μας είδε, μοιάζαμε τουρίστες, και μας πλησίασε. Ζούσε στην Αυστραλία και οι γονείς του τον στέλνανε κάθε χρόνο διακοπές στην πατρίδα. Βοηθούσε λίγο τους παπούδες του στο μαγαζί, αλλά γενικά σκυλοβαριότανε. Που να βρει εκεί στα κατσάβραχα ο καημένος κάτι που να ταιριάζει στα ενδιαφέροντά του (ροκενρολ, χάρλεϋ, κορίτσια....). Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι παρόλο που είχε γεννηθεί στο χωριό, δεν ήξερε γρί ελληνικά. Ε, είπα μέσα μου, κλασική περίπτωση παιδιων μετανάστη, που χάνουν την πατρική γλώσσα. Αλλά έμεινα με το στόμα ανοιχτό όταν τον άκουσα να μιλάει με τους παπούδες του σε μια γλώσσα που πρώτη φορά άκουγα. "Αυτή είναι η γλώσσα μας" μου λέει, "αλλά η γιαγιά δεν μ΄αφήνει να τη μιλάω όταν έχει πελατεία το μαγαζί. Γιατί μας βρίζουν οι συνοριακοί, οι στρατιώτες και οι αστυνόμοι,....και αυτοί είναι κι οι μόνοι πελάτες". Η γλώσσα ήταν μακεδονίτικα. Εκείνη τη μέρα κατάλαβα κάτι. Όπως πριν από κάποια χρόνια είχα καταλάβει από ένα άλλο παλλικάρι που συνταξιδεύαμε στο "ακρόπολις εξπρες", τότε που τα σύνορα με το βορρά ήταν ακόμα ανοιχτά. Το παιδί εκείνο μου είχε χαρίσει το κόκκινο αστέρι που κοσμούσε το γιουγκοσλαβικό στρατιωτικό του πηλίκιο. Μιλούσαμε ώρες, αυτός ήξερε εσπεράντο και κάπως κουτσοσυνεννοούμασταν. Μου είχε πει λοιπόν ότι ήταν αλβανόφωνος, όπως και όλοι στο χωριό του, και ότι ζούσανε με το στίγμα αυτό, με την καρπαζιά να πέφτει σύννεφο, και με το παράπονο γιατί δεν ήξερε σε τι έφταιγε. Κι αυτό μου θύμησε πάλι κάτι που ήξερα από τα παιδικά μου χρόνια. Ότι ο πατέρας μου ναι μεν μιλούσε βλάχικα με την μάνα του, αλλά με τα παιδιά του ποτέ. Γιατί στην ελληνική κοινωνία το να είσαι βλάχος είναι στίγμα και βρισιά, και γιατί δεν ήθελε τα παιδιά του να κουβαλάνε αυτό το βάρος. Εμείς τα παιδιά, γεννημένα στην πόλη, θα μπορούσαμε έτσι να γλιτώσουμε αυτήν τη ρετσινιά. Παράξενος κόσμος.... Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί θα έπρεπε να ντρέπομαι για την καταγωγή μου. Η Σαμαρίνα, το σπίτι του παππού, ο τόπος των πιο ξένοιαστων παιδικών διακοπών, αυτά τα απίστευτα όμορφα βουνά... Γιατί να το ντραπώ;
Είναι δικαίωμα του καθενός να μιλάει τη γλώσσα του, να φωνάζει τα παιδιά του με το όνομά τους, να διεκδικεί ίσα δικαιώματα με όσους έχουν την τύχη να μιλάνε την επίσημη γλώσσα του κράτους. Αν μιλάμε για τους Κούρδους της Τουρκίας, όλοι οι έλληνες συμφωνούν, αν μιλάμε για τους ελληνόφωνους της Αλβανίας, επίσης. Πόσοι έλληνες θα συμφωνούσαν ότι οι ομιλούντες την βλαχική, την τουρκική, την μακεδονιτικη γλώσσα έχουν δικαίωμα να την διδάσκονται στα σχολεία της χώρας μας;
Πόσα εκατόλιτρα μελάνι χυθήκανε για να στιλητεύσουν τους διωγμούς των απανταχού ελλήνων, από όλους αυτούς τους άδικους γείτονες μας; Άλλα τόσα λίτρα λάσπης χυμάνε πάνω σ΄όποιον τολμήσει να μιλήσει για τους διωγμούς και τα εγκλήματα του δικού μας άδικου κράτους σε βάρος των γειτόνων μας. Ποιος τολμάει να πει ότι στην Ελλάδα μιλιούνται κι άλλες γλώσσες; ποιος τις ονομάζει με το όνομά τους;
Έχουμε λόγους να μισούμε τους γείτονες γι αυτά που μας κάνανε; Έχουν μήπως κι οι γείτονες λόγους να μας μισούν για αυτά που τους κάναμε εμείς;
Όχι, δεν έχουμε κανέναν λόγο. Γιατί ότι έγινε έγινε. Και δεν ήμουν εγώ ο φαντάρος που ξυλοφόρτωσε το αυστραλομακεδονάκι, ούτε ο Μουσταφά αυτός που έκαψε το σπίτι του παπού μου στον Πόντο. Έχει φτάσει πια ο καιρός για να επουλωθούν τα τραύματα, μόνο που πρέπει όλοι να κατέβουμε από το βάθρο της βεβαιότητας, να σκύψουμε και να ακούσουμε την εκδοχή του γείτονα, την Ιστορία όπως την έμαθε αυτός, και να κοιτάξουμε να βρούμε την αλήθεια. Που πιθανώς να μην βολεύει κανέναν απ΄τους δυό μας....
Αλλά πριν απ΄αυτό θα έπρεπε να κοιταχτούμε καλά στον καθρέφτη. Μήπως αυτά τα εξογκώματα, που στο κεφάλι μας τα βλέπουμε για καρούμπαλα, όταν τα βλέπουμε στο κεφάλι του γείτονα τα ονομάζουμε κέρατα του τέρατος; Μήπως κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας;
Πάντως αν βαρεθήκατε προηγουμένως να πατήστε το λινκ, εδώ ξανά, μια πολύ γλυκιά ιστορία εθνικής υπερηφάνειας.
http://www.triaridis.gr/keimena/keimD046.htm
http://www.triaridis.gr/keimena/keimD047.htm
Μπράβο στο Θανάση Τριαρίδη για το θάρρος του να πει τα πράματα με τ΄όνομά τους, ας ξέρει ότι δεν είναι μόνος.