να σας το τυλίξω ή θα το δείτε εδώ;

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 28, 2005

Εθνική υπερηφάνια. Συγγνώμη, δεν θα πάρω.


Εθνική υπερηφάνια.

Συγγνώμη, δεν θα πάρω.

Κάνω δίαιτα. Χρόνια τώρα.

Μού είχε φουσκώσει τόσο το εγώ μου, που ένιωθα κάτι σαν κενό μέσα μου (Να, εδώ ανάμεσα στα αφτιά), Ή για να το πούμε καλύτερα κάτι σαν αδικαιολόγητη υπεροχή.

Έβλεπα τους άλλους έτσι μίζερους, χωρίς μεγαλεία του παρελθόντος, χωρίς τέτοια μεγαλειώδη γλώσσα, χωρίς τέτοια ανεπανάληπτη φυσική ομορφιά, και τους λυπόμουνα. Βρισκότανε και διάφοροι τέτοιοι, ξένοι κομπλεξικοί, μού δίνανε και δίκιο. Κι έζησα χρόνια μ΄αυτήν την υπεροχή για μαξιλάρι. Και πάχαινα.

Τί γίνεται τώρα....

Μια μέρα που παίζαμε μαξιλαροπόλεμο με την αλλοδαπή μου φίλη, παραλίγο να της σπάσω το κεφάλι. Ποτέ μου δεν είχα προσέξει πόσο σκληρό ήταν το μαξιλάρι μου. Της έκανε ένα καρούμπαλο νά, μελάνιασε και πάνω απ΄το μάτι. Τί συγγνώμες, τί αυτά, είπα να δώ τι είχε μέσα στη μαξιλαροθήκη. Με το κάτερ άνοιξα τη σιελ φόδρα. Βάζω το χέρι μου μέσα, πιάνω πρώτα κάτι πούπουλα, αλλά πιο μέσα αδερφάκι μου, που να στα λέω.

Σοκαρίστηκα.

Το πάω σ΄έναν ειδικό να το δει, μου βρίσκει μέσα στα τσιμέντα κάτι σιδερένια κουρσούμια χοντρά σαν απ΄τα φλιπεράκια, αλλά πιο βαριά. Τα πήρα και τα έβαλα στο συρτάρι του κομοδίνου. Το βράδυ πού να με πάρει ο ύπνος χωρίς μαξιλάρι. Με είδε η κοπελιά που στριφογύριζα, γιατί δεν την άφηνα να κοιμηθεί ή γιατί με λυπήθηκε δεν ξέρω,.. μού λέει, θέλεις το δικό μου; Στην αρχή λίγο μου κακοφάνηκε δεν λέω. Το πρωϊ την ευχαρίστησα και την ρώτησα πώς είναι δυνατόν να έχει τέτοιο μαξιλάρι που να με χωράει κι εμένα, και να ναι και έτσι μαλακό. Ανοίγει τότε και μου δείχνει το συρτάρι του κομοδίνου της. Μπίλιες, πέτρες, σφαίρες, άσε μου λέει, πού να δεις και το συρτάρι της μάνας μου.

Από τότε κι εγώ, προσέχω. Όλοι μου λένε ότι είμαι πετσί και κόκαλο, αλλά εγώ νιώθω καλύτερα. Έφτιαξα από ρούχα και πετσέτες δικές μου μια καινούργια γέμιση για το μαξιλάρι. Τις νύχτες που δεν με πιάνει ύπνος, βγάζω και μελετάω τα κουρσούμια στο φως του πορτατίφ. Λένε ότι είναι τόσο βαριά γιατί είναι κάψουλες από παλιές ιστορίες συμπιεσμένες. Αν βρεις τον τρόπονα τα αποσυμπιέσεις, γίνονται μπάλλες μεγάλες από ιστορίες και τραγούδια και εικόνες, απλώνονται σαν σύννεφα, βρέχει και διαλύονται.

(μετάφραση από τα "απομνημονεύματα ενός παραμυθά", του Άρκι Καποτερεμάκι εκδόσεις Μάνσικα, Ελσίνκι 1993)